- συνευρίσκεται
- σύν-εὑρίσκωfindpres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μητροκοίτης — μητροκοίτης, ὁ (Α) αυτός που συνευρίσκεται με τη μητέρα του, ο αιμομίκτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + κοίτης (< κοῖτος «κρεβάτι»), πρβλ. ανεμο κοίτης, δρυο κοίτης] … Dictionary of Greek
μοιχός — ο (ΑΜ μοιχός) αυτός που διαπράττει μοιχεία μσν. 1. αυτός που συνευρίσκεται με κοπέλα μικρής ηλικίας, διαφθορέας 2. αυτός που παραποιεί, που διαστρέφει κάτι μσν. αρχ. (για αρσενοκοιτία) εραστής, επιβήτορας αρχ. 1. αυτός που λατρεύει τα είδωλα,… … Dictionary of Greek
παλλακή — η (ΑΜ παλλακή) η γυναίκα που συζεί με άνδρα χωρίς νόμιμο γάμο, η παλλακίδα («πολλὰς κουριδίας γυναῑκας, πολλῷ δὲ πλεῡνας παλλακάς», Ηρόδ.) αρχ. πιθ. νεαρή κόρη, κοπέλα, νεανίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η υπόθεση ότι πρόκειται για σημιτικό… … Dictionary of Greek
σαδισμός — Ψυχική ανωμαλία της ομάδας των σεξουαλικών διαστροφών: ο σαδιστής ικανοποιείται με το να κάνει τους άλλους να υποφέρουν. Ο όρος προέρχεται από το όνομα του μαρκήσιου Σαδ, συγγραφέα του 18ου αι., στα έργα του οποίου βρίσκονται περιγραφές της… … Dictionary of Greek
αιμομείκτης — ο θηλ. κτρια και χτης θηλ. χτρα αυτός που συνευρίσκεται με στενό εξ αίματος συγγενή του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αρσενοκοίτης — ο αυτός που συνευρίσκεται με αρσενικούς, ο παιδεραστής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)